Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσπλοος
δύσπλωτος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπραγέω
δυσπραξία
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
View word page
δυσπόρευτος
δυσπόρευτος δυσ-πόρευτος, ον πορεύομαι hard to pass, Xen.

ShortDef

hard to pass

Debugging

Headword:
δυσπόρευτος
Headword (normalized):
δυσπόρευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπορευτος
IDX:
9188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9191
Key:
duspo/reutos

Data

{'content': 'δυσπόρευτος\n δυσ-πόρευτος, ον\n πορεύομαι\n hard to pass, Xen.', 'key': 'duspo/reutos'}