Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλωτος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπραγέω
δυσπραξία
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
View word page
δύσπονος
δύσπονος δύσ-πονος, ον toilsome, Soph.
ShortDef
toilsome
Debugging
Headword:
δύσπονος
Headword (normalized):
δύσπονος
Headword (normalized/stripped):
δυσπονος
IDX:
9187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9190
Key:
du/sponos
Data
{'content': 'δύσπονος\n δύσ-πονος, ον\n toilsome, Soph.', 'key': 'du/sponos'}