Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀϊστόω
ἀΐστωρ
αἴσυλος
αἰσυμνάω
αἰσυμνητεία
αἰσυμνητήρ
αἰσυμνήτης
αἶσχος
αἰσχρήμων
αἰσχροκέρδεια
αἰσχροκερδής
αἰσχρολογέω
αἰσχρολογία
αἰσχρόμητις
αἰσχροποιός
αἰσχροπραγέω
αἰσχρός
αἰσχρότης
αἰσχρουργία
αἰσχύνη
αἰσχυντέον
View word page
αἰσχροκερδής
αἰσχροκερδής κέρδος sordidly greedy of gain, Hdt., Eur.—adv. -δῶς, NTest.
ShortDef
sordidly greedy of gain
Debugging
Headword:
αἰσχροκερδής
Headword (normalized):
αἰσχροκερδής
Headword (normalized/stripped):
αισχροκερδης
IDX:
919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n919
Key:
ai)sxrokerdh/s
Data
{'content': 'αἰσχροκερδής\n κέρδος\n sordidly greedy of gain, Hdt., Eur.—adv. -δῶς, NTest.', 'key': 'ai)sxrokerdh/s'}