Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσπλανος
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλωτος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπραγέω
δυσπραξία
δυσπρεπής
View word page
δυσπόνητος
δυσπόνητος δυσ-πόνητος, ον πονέω bringing toil and trouble, Aesch. laborious, Soph.

ShortDef

bringing toil and trouble

Debugging

Headword:
δυσπόνητος
Headword (normalized):
δυσπόνητος
Headword (normalized/stripped):
δυσπονητος
IDX:
9186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9189
Key:
duspo/nhtos

Data

{'content': 'δυσπόνητος\n δυσ-πόνητος, ον\n πονέω\n bringing toil and trouble, Aesch.\n laborious, Soph.', 'key': 'duspo/nhtos'}