Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσπινής
δύσπλανος
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλωτος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπραγέω
δυσπραξία
View word page
δυσπονής
δυσπονής δυσ-πονής, ές πονέω toilsome, Od.
ShortDef
toilsome
Debugging
Headword:
δυσπονής
Headword (normalized):
δυσπονής
Headword (normalized/stripped):
δυσπονης
IDX:
9185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9188
Key:
dusponh/s
Data
{'content': 'δυσπονής\n δυσ-πονής, ές\n πονέω\n toilsome, Od.', 'key': 'dusponh/s'}