Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσπήμαντος
δυσπινής
δύσπλανος
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλωτος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπραγέω
View word page
δυσπολιόρκητος
δυσπολιόρκητος δυσπολιόρκητος, ον hard to take by siege, Xen.

ShortDef

hard to take by siege

Debugging

Headword:
δυσπολιόρκητος
Headword (normalized):
δυσπολιόρκητος
Headword (normalized/stripped):
δυσπολιορκητος
IDX:
9184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9187
Key:
duspolio/rkhtos

Data

{'content': 'δυσπολιόρκητος\n δυσπολιόρκητος, ον\n hard to take by siege, Xen.', 'key': 'duspolio/rkhtos'}