Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσπετής
δυσπήμαντος
δυσπινής
δύσπλανος
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλωτος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δύσποτμος
δύσποτος
View word page
δυσπόλεμος
δυσπόλεμος δυσ-πόλεμος, ον unlucky in war, Aesch.

ShortDef

unlucky in war

Debugging

Headword:
δυσπόλεμος
Headword (normalized):
δυσπόλεμος
Headword (normalized/stripped):
δυσπολεμος
IDX:
9183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9186
Key:
duspo/lemos

Data

{'content': 'δυσπόλεμος\n δυσ-πόλεμος, ον\n unlucky in war, Aesch.', 'key': 'duspo/lemos'}