Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπήμαντος
δυσπινής
δύσπλανος
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλωτος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δύσποτμος
View word page
δυσπολέμητος
δυσπολέμητος δυσ-πολέμητος, ον πολεμέω hard to war with, Dem.
ShortDef
hard to war with
Debugging
Headword:
δυσπολέμητος
Headword (normalized):
δυσπολέμητος
Headword (normalized/stripped):
δυσπολεμητος
IDX:
9182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9185
Key:
duspole/mhtos
Data
{'content': 'δυσπολέμητος\n δυσ-πολέμητος, ον\n πολεμέω\n hard to war with, Dem.', 'key': 'duspole/mhtos'}