Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσπέρατος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπήμαντος
δυσπινής
δύσπλανος
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλωτος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
View word page
δύσπνοος
δύσπνοος δύσ-πνους, ουν scant of breath, Soph. δ. πνοαί contrary winds, Soph.
ShortDef
scant of breath
Debugging
Headword:
δύσπνοος
Headword (normalized):
δύσπνοος
Headword (normalized/stripped):
δυσπνοος
IDX:
9181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9184
Key:
du/spnous
Data
{'content': 'δύσπνοος\n δύσ-πνους, ουν\n scant of breath, Soph.\n δ. πνοαί contrary winds, Soph.', 'key': 'du/spnous'}