Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσπενθής
δυσπέρατος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπήμαντος
δυσπινής
δύσπλανος
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλωτος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορία
δυσπόριστος
View word page
δύσπνοια
δύσπνοια δύσπνοια, ἡ, difficulty of breathing, Xen. from δύσπνους
ShortDef
difficulty of breathing
Debugging
Headword:
δύσπνοια
Headword (normalized):
δύσπνοια
Headword (normalized/stripped):
δυσπνοια
IDX:
9180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9183
Key:
du/spnoia
Data
{'content': 'δύσπνοια\n δύσπνοια, ἡ,\n difficulty of breathing, Xen.\n from δύσπνους', 'key': 'du/spnoia'}