Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσπέμφελος
δυσπενθής
δυσπέρατος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπήμαντος
δυσπινής
δύσπλανος
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλωτος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορία
View word page
δύσπλωτος
δύσπλωτος δύσ-πλωτος, ον = δύσπλοος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δύσπλωτος
Headword (normalized):
δύσπλωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπλωτος
IDX:
9179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9182
Key:
du/splwtos
Data
{'content': 'δύσπλωτος\n δύσ-πλωτος, ον\n = δύσπλοος, Anth.', 'key': 'du/splwtos'}