Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσπειθής
δύσπειστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπενθής
δυσπέρατος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπήμαντος
δυσπινής
δύσπλανος
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλωτος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπονής
δυσπόνητος
View word page
δύσπλανος
δύσπλανος δύσ-πλᾰνος, ον πλάνη wandering in misery, Aesch.
ShortDef
wandering in misery
Debugging
Headword:
δύσπλανος
Headword (normalized):
δύσπλανος
Headword (normalized/stripped):
δυσπλανος
IDX:
9176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9179
Key:
du/splanos
Data
{'content': 'δύσπλανος\n δύσ-πλᾰνος, ον\n πλάνη\n wandering in misery, Aesch.', 'key': 'du/splanos'}