Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσπάριτος
δυσ-
δυσπειθής
δύσπειστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπενθής
δυσπέρατος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπήμαντος
δυσπινής
δύσπλανος
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλωτος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
View word page
δυσπήμαντος
δυσπήμαντος δυσ-πήμαντος, ον πημαίνομαι full of grievous evil, disastrous, Aesch.

ShortDef

full of grievous evil, disastrous

Debugging

Headword:
δυσπήμαντος
Headword (normalized):
δυσπήμαντος
Headword (normalized/stripped):
δυσπημαντος
IDX:
9174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9177
Key:
dusph/mantos

Data

{'content': 'δυσπήμαντος\n δυσ-πήμαντος, ον\n πημαίνομαι\n full of grievous evil, disastrous, Aesch.', 'key': 'dusph/mantos'}