Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσ-
δυσπειθής
δύσπειστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπενθής
δυσπέρατος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπήμαντος
δυσπινής
δύσπλανος
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλωτος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
View word page
δυσπετής
δυσπετής δυσ-πετής, ές πίπτω falling out ill, most difficult, Soph. adv. δυσπετῶς, Ionic -έως, Aesch.
ShortDef
falling out ill, most difficult
Debugging
Headword:
δυσπετής
Headword (normalized):
δυσπετής
Headword (normalized/stripped):
δυσπετης
IDX:
9173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9176
Key:
duspeth/s
Data
{'content': 'δυσπετής\n δυσ-πετής, ές\n πίπτω\n falling out ill, most difficult, Soph. adv. δυσπετῶς, Ionic -έως, Aesch.', 'key': 'duspeth/s'}