Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσπάρθενος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσ-
δυσπειθής
δύσπειστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπενθής
δυσπέρατος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπήμαντος
δυσπινής
δύσπλανος
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλωτος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
View word page
δυσπερίληπτος
δυσπερίληπτος δυσ-περίληπτος, ον hard to encompass, Arist.

ShortDef

hard to encompass

Debugging

Headword:
δυσπερίληπτος
Headword (normalized):
δυσπερίληπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπεριληπτος
IDX:
9172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9175
Key:
dusperi/lhptos

Data

{'content': 'δυσπερίληπτος\n δυσ-περίληπτος, ον\n hard to encompass, Arist.', 'key': 'dusperi/lhptos'}