Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσπαρήγορος
δυσπάρθενος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσ-
δυσπειθής
δύσπειστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπενθής
δυσπέρατος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπήμαντος
δυσπινής
δύσπλανος
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλωτος
δύσπνοια
δύσπνοος
View word page
δυσπέρατος
δυσπέρατος δυσ-πέρᾱτος, ον hard to get through, Eur.

ShortDef

hard to get through

Debugging

Headword:
δυσπέρατος
Headword (normalized):
δυσπέρατος
Headword (normalized/stripped):
δυσπερατος
IDX:
9171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9174
Key:
duspe/ratos

Data

{'content': 'δυσπέρατος\n δυσ-πέρᾱτος, ον\n hard to get through, Eur.', 'key': 'duspe/ratos'}