Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσπαράβλητος
δυσπαραίτητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμύθητος
δυσπάρευνος
δυσπαρήγορος
δυσπάρθενος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσ-
δυσπειθής
δύσπειστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπενθής
δυσπέρατος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπήμαντος
δυσπινής
δύσπλανος
View word page
δυσπειθής
δυσπειθής δυσ-πειθής, ές πείθομαι hardly obeying, self-willed, intractable, Xen.:—adv., δυσπειθῶς ἔχειν Plut.

ShortDef

hardly obeying, self-willed, intractable

Debugging

Headword:
δυσπειθής
Headword (normalized):
δυσπειθής
Headword (normalized/stripped):
δυσπειθης
IDX:
9166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9169
Key:
duspeiqh/s

Data

{'content': 'δυσπειθής\n δυσ-πειθής, ές\n πείθομαι\n hardly obeying, self-willed, intractable, Xen.:—adv., δυσπειθῶς ἔχειν Plut.', 'key': 'duspeiqh/s'}