Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσπαλής
δυσπαράβλητος
δυσπαραίτητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμύθητος
δυσπάρευνος
δυσπαρήγορος
δυσπάρθενος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσ-
δυσπειθής
δύσπειστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπενθής
δυσπέρατος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπήμαντος
δυσπινής
View word page
δυσ-
δυσ- insepar. Prefix, like un- or mis- (in un-lucky, mis-chance), destroying the good sense of a word, or increasing its bad sense.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσ-
Headword (normalized):
δυσ-
Headword (normalized/stripped):
δυσ-
IDX:
9165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9168
Key:
dus

Data

{'content': 'δυσ-\n insepar. Prefix, like un- or mis- (in un-lucky, mis-chance), destroying the good sense of a word, or increasing its bad sense.', 'key': 'dus'}