Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσπαθέω
δυσπαθής
δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
δυσπαλής
δυσπαράβλητος
δυσπαραίτητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμύθητος
δυσπάρευνος
δυσπαρήγορος
δυσπάρθενος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσ-
δυσπειθής
δύσπειστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπενθής
δυσπέρατος
View word page
δυσπαρήγορος
δυσπαρήγορος δυσ-παρήγορος, ον hard to appease, Aesch.
ShortDef
hard to appease
Debugging
Headword:
δυσπαρήγορος
Headword (normalized):
δυσπαρήγορος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαρηγορος
IDX:
9161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9164
Key:
dusparh/goros
Data
{'content': 'δυσπαρήγορος\n δυσ-παρήγορος, ον\n hard to appease, Aesch.', 'key': 'dusparh/goros'}