Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσοσμος
δυσούριστος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαθής
δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
δυσπαλής
δυσπαράβλητος
δυσπαραίτητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμύθητος
δυσπάρευνος
δυσπαρήγορος
δυσπάρθενος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσ-
δυσπειθής
δύσπειστος
δύσπεμπτος
View word page
δυσπαρακόμιστος
δυσπαρακόμιστος δυσ-παρακόμιστος, ον παρακομίζω hard to carry along, difficult, Polyb.

ShortDef

hard to carry along, difficult

Debugging

Headword:
δυσπαρακόμιστος
Headword (normalized):
δυσπαρακόμιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαρακομιστος
IDX:
9158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9161
Key:
dusparako/mistos

Data

{'content': 'δυσπαρακόμιστος\n δυσ-παρακόμιστος, ον\n παρακομίζω\n hard to carry along, difficult, Polyb.', 'key': 'dusparako/mistos'}