δυσπαρακόμιστος
δυσπαρακόμιστος
δυσ-παρακόμιστος, ον
παρακομίζω
hard to carry along, difficult, Polyb.
{
"content": "δυσπαρακόμιστος\n δυσ-παρακόμιστος, ον\n παρακομίζω\n hard to carry along, difficult, Polyb.",
"key": "dusparako/mistos"
}