Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσόμματος
δυσόρατος
δυσόργητος
δύσοργος
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούριστος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαθής
δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
δυσπαλής
δυσπαράβλητος
δυσπαραίτητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμύθητος
δυσπάρευνος
View word page
δυσπάθεια
δυσπάθεια δυσπάθεια, ἡ, firmness in resisting, Plut. from δυσπαθέω

ShortDef

firmness in resisting

Debugging

Headword:
δυσπάθεια
Headword (normalized):
δυσπάθεια
Headword (normalized/stripped):
δυσπαθεια
IDX:
9150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9153
Key:
duspa/qeia

Data

{'content': 'δυσπάθεια\n δυσπάθεια, ἡ,\n firmness in resisting, Plut.\n from δυσπαθέω', 'key': 'duspa/qeia'}