Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόρατος
δυσόργητος
δύσοργος
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούριστος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαθής
δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
δυσπαλής
δυσπαράβλητος
δυσπαραίτητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμύθητος
View word page
δυσούριστος
δυσούριστος δυσ-ούριστος, ον οὐρίζω driven by a too favourable wind, fatally favourable, Soph.
ShortDef
driven by a too favourable wind, fatally favourable
Debugging
Headword:
δυσούριστος
Headword (normalized):
δυσούριστος
Headword (normalized/stripped):
δυσουριστος
IDX:
9149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9152
Key:
dusou/ristos
Data
{'content': 'δυσούριστος\n δυσ-ούριστος, ον\n οὐρίζω\n driven by a too favourable wind, fatally favourable, Soph.', 'key': 'dusou/ristos'}