Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύσομβρος
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόρατος
δυσόργητος
δύσοργος
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούριστος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαθής
δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
δυσπαλής
δυσπαράβλητος
δυσπαραίτητος
δυσπαρακόμιστος
View word page
δύσοσμος
δύσοσμος ὀσμή ill-smelling, stinking, Hdt. bad for scent, in hunting, Xen.
ShortDef
ill-smelling, stinking
Debugging
Headword:
δύσοσμος
Headword (normalized):
δύσοσμος
Headword (normalized/stripped):
δυσοσμος
IDX:
9148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9151
Key:
du/sosmos
Data
{'content': 'δύσοσμος\n ὀσμή\n ill-smelling, stinking, Hdt.\n bad for scent, in hunting, Xen.', 'key': 'du/sosmos'}