Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσοιμος
δύσοιστος
δύσομβρος
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόρατος
δυσόργητος
δύσοργος
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούριστος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαθής
δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
δυσπαλής
δυσπαράβλητος
View word page
δυσόρφναιος
δυσόρφναιος δυσ-όρφναιος, α, ον ὄρφνη dusky, Eur.

ShortDef

dusky

Debugging

Headword:
δυσόρφναιος
Headword (normalized):
δυσόρφναιος
Headword (normalized/stripped):
δυσορφναιος
IDX:
9146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9149
Key:
duso/rfnaios

Data

{'content': 'δυσόρφναιος\n δυσ-όρφναιος, α, ον\n ὄρφνη\n dusky, Eur.', 'key': 'duso/rfnaios'}