Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
δύσομβρος
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόρατος
δυσόργητος
δύσοργος
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούριστος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαθής
δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
View word page
δύσορμος
δύσορμος δύσ-ορμος, ον with bad anchorage, Aesch.:— τὰ δύσορμα rough ground, where one can scarce get footing, Xen. act., πνοαὶ δ. that detained the fleet in harbour, Aesch.

ShortDef

with bad anchorage

Debugging

Headword:
δύσορμος
Headword (normalized):
δύσορμος
Headword (normalized/stripped):
δυσορμος
IDX:
9144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9147
Key:
du/sormos

Data

{'content': 'δύσορμος\n δύσ-ορμος, ον\n with bad anchorage, Aesch.:— τὰ δύσορμα rough ground, where one can scarce get footing, Xen.\n act., πνοαὶ δ. that detained the fleet in harbour, Aesch.', 'key': 'du/sormos'}