Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
δύσομβρος
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόρατος
δυσόργητος
δύσοργος
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούριστος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαθής
View word page
δυσόργητος
δυσόργητος δυσ-όργητος, ον = δύσοργος, Babr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσόργητος
Headword (normalized):
δυσόργητος
Headword (normalized/stripped):
δυσοργητος
IDX:
9142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9145
Key:
duso/rghtos

Data

{'content': 'δυσόργητος\n δυσ-όργητος, ον\n = δύσοργος, Babr.', 'key': 'duso/rghtos'}