Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσνυμφος
δυσξύμβολος
δυσξύνετος
δύσογκος
δυσοδέω
δυσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
δύσομβρος
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόρατος
δυσόργητος
δύσοργος
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
View word page
δύσοιστος
δύσοιστος δύσ-οιστος, ον hard to bear, insufferable, Aesch., Soph. fut. mid. of δύω.

ShortDef

hard to bear, insufferable

Debugging

Headword:
δύσοιστος
Headword (normalized):
δύσοιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσοιστος
IDX:
9137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9140
Key:
du/soistos

Data

{'content': 'δύσοιστος\n δύσ-οιστος, ον\n hard to bear, insufferable, Aesch., Soph. fut. mid. of δύω.', 'key': 'du/soistos'}