Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύσνοος
δυσνύμφευτος
δύσνυμφος
δυσξύμβολος
δυσξύνετος
δύσογκος
δυσοδέω
δυσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
δύσομβρος
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόρατος
δυσόργητος
δύσοργος
δύσορμος
δύσορνις
View word page
δυσοίκητος
δυσοίκητος δυσ-οίκητος, ον bad to dwell in, Xen.
ShortDef
bad to dwell in
Debugging
Headword:
δυσοίκητος
Headword (normalized):
δυσοίκητος
Headword (normalized/stripped):
δυσοικητος
IDX:
9135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9138
Key:
dusoi/khtos
Data
{'content': 'δυσοίκητος\n δυσ-οίκητος, ον\n bad to dwell in, Xen.', 'key': 'dusoi/khtos'}