δυσοδοπαίπαλος
δυσοδοπαίπαλος
δυσ-οδο-παίπᾰλος, ον
ὁδός, παιπαλόεις
difficult and rugged, Aesch.
{
"content": "δυσοδοπαίπαλος\n δυσ-οδο-παίπᾰλος, ον\n ὁδός, παιπαλόεις\n difficult and rugged, Aesch.",
"key": "dusodopai/palos"
}