Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσνομία
δύσνομος
δύσνοστος
δύσνοος
δυσνύμφευτος
δύσνυμφος
δυσξύμβολος
δυσξύνετος
δύσογκος
δυσοδέω
δυσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
δύσομβρος
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόρατος
δυσόργητος
View word page
δυσοδοπαίπαλος
δυσοδοπαίπαλος δυσ-οδο-παίπᾰλος, ον ὁδός, παιπαλόεις difficult and rugged, Aesch.
ShortDef
difficult and rugged
Debugging
Headword:
δυσοδοπαίπαλος
Headword (normalized):
δυσοδοπαίπαλος
Headword (normalized/stripped):
δυσοδοπαιπαλος
IDX:
9132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9135
Key:
dusodopai/palos
Data
{'content': 'δυσοδοπαίπαλος\n δυσ-οδο-παίπᾰλος, ον\n ὁδός, παιπαλόεις\n difficult and rugged, Aesch.', 'key': 'dusodopai/palos'}