Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσνοια
δυσνομία
δύσνομος
δύσνοστος
δύσνοος
δυσνύμφευτος
δύσνυμφος
δυσξύμβολος
δυσξύνετος
δύσογκος
δυσοδέω
δυσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
δύσομβρος
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόρατος
View word page
δυσοδέω
δυσοδέω δυσ-οδέω, fut. -ήσω to make bad way, get on slowly, Plut.

ShortDef

to make bad way, get on slowly

Debugging

Headword:
δυσοδέω
Headword (normalized):
δυσοδέω
Headword (normalized/stripped):
δυσοδεω
IDX:
9131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9134
Key:
dusode/w

Data

{'content': 'δυσοδέω\n δυσ-οδέω,\n fut. -ήσω\n to make bad way, get on slowly, Plut.', 'key': 'dusode/w'}