Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
δυσνομία
δύσνομος
δύσνοστος
δύσνοος
δυσνύμφευτος
δύσνυμφος
δυσξύμβολος
δυσξύνετος
δύσογκος
δυσοδέω
δυσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
δύσομβρος
δυσόμιλος
View word page
δυσξύνετος
δυσξύνετος δυσξύνετος, ον συνίημι II hard to understand, unintelligible, Eur., Xen.
ShortDef
hard to understand, unintelligible
Debugging
Headword:
δυσξύνετος
Headword (normalized):
δυσξύνετος
Headword (normalized/stripped):
δυσξυνετος
IDX:
9129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9132
Key:
duscu/netos
Data
{'content': 'δυσξύνετος\n δυσξύνετος, ον\n συνίημι II\n hard to understand, unintelligible, Eur., Xen.', 'key': 'duscu/netos'}