Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσμουσος
δυσνίκητος
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
δυσνομία
δύσνομος
δύσνοστος
δύσνοος
δυσνύμφευτος
δύσνυμφος
δυσξύμβολος
δυσξύνετος
δύσογκος
δυσοδέω
δυσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
View word page
δύσνυμφος
δύσνυμφος δύσ-νυμφος, ον νύμφη ill-wedded or ill-betrothed, Eur.

ShortDef

ill-wedded

Debugging

Headword:
δύσνυμφος
Headword (normalized):
δύσνυμφος
Headword (normalized/stripped):
δυσνυμφος
IDX:
9127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9130
Key:
du/snumfos

Data

{'content': 'δύσνυμφος\n δύσ-νυμφος, ον\n νύμφη\n ill-wedded or ill-betrothed, Eur.', 'key': 'du/snumfos'}