Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσμήχανος
δυσμίμητος
δύσμοιρος
δυσμορία
δύσμορος
δυσμορφία
δύσμορφος
δύσμουσος
δυσνίκητος
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
δυσνομία
δύσνομος
δύσνοστος
δύσνοος
δυσνύμφευτος
δύσνυμφος
δυσξύμβολος
δυσξύνετος
δύσογκος
View word page
δυσνοέω
δυσνοέω δυσνοέω, fut. -ήσω δύσνοος to be ill-affected, τινι Plut.
ShortDef
to be ill-affected
Debugging
Headword:
δυσνοέω
Headword (normalized):
δυσνοέω
Headword (normalized/stripped):
δυσνοεω
IDX:
9120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9123
Key:
dusnoe/w
Data
{'content': 'δυσνοέω\n δυσνοέω,\n fut. -ήσω\n δύσνοος\n to be ill-affected, τινι Plut.', 'key': 'dusnoe/w'}