Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
δυσμήχανος
δυσμίμητος
δύσμοιρος
δυσμορία
δύσμορος
δυσμορφία
δύσμορφος
δύσμουσος
δυσνίκητος
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
δυσνομία
δύσνομος
δύσνοστος
δύσνοος
δυσνύμφευτος
δύσνυμφος
δυσξύμβολος
View word page
δυσνίκητος
δυσνίκητος δυσ-νίκητος, ον νῑκάω hard to conquer, Plut.

ShortDef

hard to conquer

Debugging

Headword:
δυσνίκητος
Headword (normalized):
δυσνίκητος
Headword (normalized/stripped):
δυσνικητος
IDX:
9118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9121
Key:
dusni/khtos

Data

{'content': 'δυσνίκητος\n δυσ-νίκητος, ον\n νῑκάω\n hard to conquer, Plut.', 'key': 'dusni/khtos'}