Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
δυσμήχανος
δυσμίμητος
δύσμοιρος
δυσμορία
δύσμορος
δυσμορφία
δύσμορφος
δύσμουσος
δυσνίκητος
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
δυσνομία
δύσνομος
δύσνοστος
δύσνοος
δυσνύμφευτος
δύσνυμφος
View word page
δύσμουσος
δύσμουσος δύσ-μουσος, ον μοῦσα = ἄμουσος, unmusical, Anth.
ShortDef
unmusical
Debugging
Headword:
δύσμουσος
Headword (normalized):
δύσμουσος
Headword (normalized/stripped):
δυσμουσος
IDX:
9117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9120
Key:
du/smousos
Data
{'content': 'δύσμουσος\n δύσ-μουσος, ον\n μοῦσα\n = ἄμουσος,\n unmusical, Anth.', 'key': 'du/smousos'}