Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσμήνιτος
δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
δυσμήχανος
δυσμίμητος
δύσμοιρος
δυσμορία
δύσμορος
δυσμορφία
δύσμορφος
δύσμουσος
δυσνίκητος
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
δυσνομία
δύσνομος
δύσνοστος
δύσνοος
δυσνύμφευτος
View word page
δύσμορφος
δύσμορφος δύσ-μορφος, ον μορφή misshapen, ill-favoured, ἐσθής Eur.
ShortDef
misshapen, ill-favoured
Debugging
Headword:
δύσμορφος
Headword (normalized):
δύσμορφος
Headword (normalized/stripped):
δυσμορφος
IDX:
9116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9119
Key:
du/smorfos
Data
{'content': 'δύσμορφος\n δύσ-μορφος, ον\n μορφή\n misshapen, ill-favoured, ἐσθής Eur.', 'key': 'du/smorfos'}