Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύσμηνις
δυσμήνιτος
δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
δυσμήχανος
δυσμίμητος
δύσμοιρος
δυσμορία
δύσμορος
δυσμορφία
δύσμορφος
δύσμουσος
δυσνίκητος
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
δυσνομία
δύσνομος
δύσνοστος
δύσνοος
View word page
δυσμορφία
δυσμορφία δυσμορφία, ἡ, badness of form, ugliness, Hdt. from δύσμορφος
ShortDef
badness of form, ugliness
Debugging
Headword:
δυσμορφία
Headword (normalized):
δυσμορφία
Headword (normalized/stripped):
δυσμορφια
IDX:
9115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9118
Key:
dusmorfi/a
Data
{'content': 'δυσμορφία\n δυσμορφία, ἡ,\n badness of form, ugliness, Hdt.\n from δύσμορφος', 'key': 'dusmorfi/a'}