Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσμενέων
δυσμενής
δυσμεταχείριστος
δύσμηνις
δυσμήνιτος
δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
δυσμήχανος
δυσμίμητος
δύσμοιρος
δυσμορία
δύσμορος
δυσμορφία
δύσμορφος
δύσμουσος
δυσνίκητος
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
δυσνομία
View word page
δύσμοιρος
δύσμοιρος δύσ-μοιρος, ον μοῖρα = δύσμορος, Soph.

ShortDef

ill-fated

Debugging

Headword:
δύσμοιρος
Headword (normalized):
δύσμοιρος
Headword (normalized/stripped):
δυσμοιρος
IDX:
9112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9115
Key:
du/smoiros

Data

{'content': 'δύσμοιρος\n δύσ-μοιρος, ον\n μοῖρα\n = δύσμορος, Soph.', 'key': 'du/smoiros'}