Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσμένεια
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμεταχείριστος
δύσμηνις
δυσμήνιτος
δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
δυσμήχανος
δυσμίμητος
δύσμοιρος
δυσμορία
δύσμορος
δυσμορφία
δύσμορφος
δύσμουσος
δυσνίκητος
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
View word page
δυσμίμητος
δυσμίμητος δυσ-μίμητος, ον μῑμέομαι hard to imitate, Luc.

ShortDef

hard to imitate

Debugging

Headword:
δυσμίμητος
Headword (normalized):
δυσμίμητος
Headword (normalized/stripped):
δυσμιμητος
IDX:
9111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9114
Key:
dusmi/mhtos

Data

{'content': 'δυσμίμητος\n δυσ-μίμητος, ον\n μῑμέομαι\n hard to imitate, Luc.', 'key': 'dusmi/mhtos'}