Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύσλυτος
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
δυσμαχέω
δυσμαχητέος
δύσμαχος
δυσμένεια
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμεταχείριστος
δύσμηνις
δυσμήνιτος
δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
δυσμήχανος
δυσμίμητος
δύσμοιρος
δυσμορία
δύσμορος
View word page
δυσμεταχείριστος
δυσμεταχείριστος δυσ-μεταχείριστος, ον μεταχειρίζω hard to manage: hard to attack, Hdt.
ShortDef
hard to manage: hard to attack
Debugging
Headword:
δυσμεταχείριστος
Headword (normalized):
δυσμεταχείριστος
Headword (normalized/stripped):
δυσμεταχειριστος
IDX:
9104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9107
Key:
dusmetaxei/ristos
Data
{'content': 'δυσμεταχείριστος\n δυσ-μεταχείριστος, ον\n μεταχειρίζω\n hard to manage: hard to attack, Hdt.', 'key': 'dusmetaxei/ristos'}