Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
δυσμαχέω
δυσμαχητέος
δύσμαχος
δυσμένεια
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμεταχείριστος
δύσμηνις
δυσμήνιτος
δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
δυσμήχανος
δυσμίμητος
δύσμοιρος
δυσμορία
View word page
δυσμενής
δυσμενής δυσ-μενής, ές μένος full of ill-will, hostile, Il., Hdt., Trag.; rarely c. gen., ἄνδρα δ. χθονός an enemy of the land, Soph. rarely of things, Soph., Xen.

ShortDef

full of ill-will, hostile

Debugging

Headword:
δυσμενής
Headword (normalized):
δυσμενής
Headword (normalized/stripped):
δυσμενης
IDX:
9103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9106
Key:
dusmenh/s

Data

{'content': 'δυσμενής\n δυσ-μενής, ές\n μένος\n full of ill-will, hostile, Il., Hdt., Trag.; rarely c. gen., ἄνδρα δ. χθονός an enemy of the land, Soph.\n rarely of things, Soph., Xen.', 'key': 'dusmenh/s'}