Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
δυσμαχέω
δυσμαχητέος
δύσμαχος
δυσμένεια
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμεταχείριστος
δύσμηνις
δυσμήνιτος
δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
δυσμήχανος
δυσμίμητος
δύσμοιρος
View word page
δυσμενέων
δυσμενέων a participial form only in masc. bearing ill-will, hostile, Od. from δυσμενής

ShortDef

bearing ill-will, hostile

Debugging

Headword:
δυσμενέων
Headword (normalized):
δυσμενέων
Headword (normalized/stripped):
δυσμενεων
IDX:
9102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9105
Key:
dusmene/wn

Data

{'content': 'δυσμενέων\n a participial form only in masc.\n bearing ill-will, hostile, Od.\n from δυσμενής', 'key': 'dusmene/wn'}