Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύσκωφος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
δυσμαχέω
δυσμαχητέος
δύσμαχος
δυσμένεια
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμεταχείριστος
δύσμηνις
δυσμήνιτος
δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
View word page
δυσμαχητέος
δυσμαχητέος verb. adj. of δυσμαχέω one must fight desperately with, Soph.
ShortDef
one must fight desperately with
Debugging
Headword:
δυσμαχητέος
Headword (normalized):
δυσμαχητέος
Headword (normalized/stripped):
δυσμαχητεος
IDX:
9099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9102
Key:
dusmaxhte/os
Data
{'content': 'δυσμαχητέος\n verb. adj. of δυσμαχέω\n one must fight desperately with, Soph.', 'key': 'dusmaxhte/os'}