Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἰσθητικός
αἰσθητός
ἀΐσθω
αἰσιμία
αἴσιμος
αἴσιος
ἄϊσος
ἀΐσσω
ἄϊστος
ἀϊστόω
ἀΐστωρ
αἴσυλος
αἰσυμνάω
αἰσυμνητεία
αἰσυμνητήρ
αἰσυμνήτης
αἶσχος
αἰσχρήμων
αἰσχροκέρδεια
αἰσχροκερδής
αἰσχρολογέω
View word page
ἀΐστωρ
ἀΐστωρ a_privat., εἰδέναι unknowing, unconscious, Plat.; τινός of a thing, Eur.

ShortDef

unknowing, unaware

Debugging

Headword:
ἀΐστωρ
Headword (normalized):
ἀΐστωρ
Headword (normalized/stripped):
αιστωρ
IDX:
910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n910
Key:
a)i/stwr

Data

{'content': 'ἀΐστωρ\n a_privat., εἰδέναι \n unknowing, unconscious, Plat.; τινός of a thing, Eur.', 'key': 'a)i/stwr'}