Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματοποιός
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
ἀγαμία
ἄγαμος
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
View word page
ἀγαμία
ἀγαμία ἄγαμος celibacy, Plut.; ἀγαμίου δίκη, ἡ, an action against one for not marrying, Plut.
ShortDef
celibacy
Debugging
Headword:
ἀγαμία
Headword (normalized):
ἀγαμία
Headword (normalized/stripped):
αγαμια
IDX:
91
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n91
Key:
a)gami/a
Data
{'content': 'ἀγαμία\n ἄγαμος\n celibacy, Plut.; ἀγαμίου δίκη, ἡ, an action against one for not marrying, Plut.', 'key': 'a)gami/a'}