Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκρασία
δύσκρατος
δύσκριτος
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δύσκωφος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
δυσμαχέω
δυσμαχητέος
δύσμαχος
δυσμένεια
View word page
δύσληπτος
δύσληπτος δύσ-ληπτος, ον λαμβάνω hard to catch, Luc.

ShortDef

hard to catch

Debugging

Headword:
δύσληπτος
Headword (normalized):
δύσληπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσληπτος
IDX:
9091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9094
Key:
du/slhptos

Data

{'content': 'δύσληπτος\n δύσ-ληπτος, ον\n λαμβάνω\n hard to catch, Luc.', 'key': 'du/slhptos'}