Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκρασία
δύσκρατος
δύσκριτος
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δύσκωφος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
δυσμαχέω
δυσμαχητέος
View word page
δύσκωφος
δύσκωφος δύσ-κωφος, ον stone-deaf.
ShortDef
stone-deaf
Debugging
Headword:
δύσκωφος
Headword (normalized):
δύσκωφος
Headword (normalized/stripped):
δυσκωφος
IDX:
9089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9092
Key:
du/skwfos
Data
{'content': 'δύσκωφος\n δύσ-κωφος, ον\n stone-deaf.', 'key': 'du/skwfos'}