Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκρασία
δύσκρατος
δύσκριτος
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δύσκωφος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
δυσμαχέω
View word page
δυσκωφέω
δυσκωφέω δυσκωφέω, fut. -ήσω to be stone-deaf, Anth. from δύσκωφος

ShortDef

to be stone-deaf

Debugging

Headword:
δυσκωφέω
Headword (normalized):
δυσκωφέω
Headword (normalized/stripped):
δυσκωφεω
IDX:
9088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9091
Key:
duskwfe/w

Data

{'content': 'δυσκωφέω\n δυσκωφέω,\n fut. -ήσω\n to be stone-deaf, Anth.\n from δύσκωφος', 'key': 'duskwfe/w'}