Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκρασία
δύσκρατος
δύσκριτος
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δύσκωφος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
View word page
δυσκύμαντος
δυσκύμαντος δυσ-κύμαντος, ον arising from the stormy sea, Aesch.

ShortDef

arising from the stormy sea

Debugging

Headword:
δυσκύμαντος
Headword (normalized):
δυσκύμαντος
Headword (normalized/stripped):
δυσκυμαντος
IDX:
9087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9090
Key:
dusku/mantos

Data

{'content': 'δυσκύμαντος\n δυσ-κύμαντος, ον\n arising from the stormy sea, Aesch.', 'key': 'dusku/mantos'}