Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκρασία
δύσκρατος
δύσκριτος
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δύσκωφος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμαθέω
δυσμαθής
View word page
δύσκριτος
δύσκριτος δύσ-κρῐτος, ον hard to discern or interpret, Aesch., Soph.: δύσκριτόν ἐστι, c. inf., Plat. adv. -τως, doubtfully, darkly, Aesch.; δ. ἔχειν to be in doubt, Ar.

ShortDef

hard to discern

Debugging

Headword:
δύσκριτος
Headword (normalized):
δύσκριτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκριτος
IDX:
9086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9089
Key:
du/skritos

Data

{'content': 'δύσκριτος\n δύσ-κρῐτος, ον\n hard to discern or interpret, Aesch., Soph.: δύσκριτόν ἐστι, c. inf., Plat. adv. -τως, doubtfully, darkly, Aesch.; δ. ἔχειν to be in doubt, Ar.', 'key': 'du/skritos'}